γαστρόρροια

γαστρόρροια
η (Α γαστρόρροια)
νεοελλ.
βλεννώδης υπερέκκριση τού στομάχου
αρχ.
διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -ρροια < ρoFoς-ρους < ρέω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γαστρορροίᾳ — γαστρορροίᾱͅ , γαστρόρροια diarrhoca fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρόρροια — diarrhoca fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρορροίας — γαστρορροίᾱς , γαστρόρροια diarrhoca fem acc pl γαστρορροίᾱς , γαστρόρροια diarrhoca fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρορροίαις — γαστρόρροια diarrhoca fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρόρροιαι — γαστρόρροια diarrhoca fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρόρροιαν — γαστρόρροια diarrhoca fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”